Και κάπως έτσι, η χώρα απέκτησε και πάλι κυβέρνηση. Στις -επαναληπτικές- εκλογές που έλαβαν χώρα πριν από μια εβδομάδα ο ελληνικός λαός έδειξε να αποφαίνεται περισσότερο υπέρ μιας δυσάρεστης σταθερότητας με σταδιακή θετική προοπτική παρά υπέρ μιας απότομης -ίσως και άτσαλης- επαναστατικότητας υποσχόμενης την άμεση -και συνεπώς ξαφνική- ρήξη με δανειστές και εταίρους. Θα ‘λεγε κανείς πως η νίκη της Ν.Δ. έναντι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σηματοδοτεί, όχι τόσο την νίκη του φόβου απέναντι στην ελπίδα, αλλά την νίκη του γνωστού, οικείου, σταθερού και συνηθισμένου απέναντι στην νέα, παράξενη και άρα αφερέγγυα πρόταση, που ως τέτοια που είναι, είναι μοιραίο να αντιμετωπίζεται με κάποιες δόσεις επιφύλαξης. Για όσους έχουν διαβάσει Θεωρίες Προσωπικότητας, η παραπάνω διαπίστωση-εκτίμηση δεν αποτελεί κάτι νέο ως προς την εξήγηση της μαζικής συμπεριφοράς των ψηφοφόρων της προηγούμενης Κυριακής. Πράγματι, μια κυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑ.ΣΟ.Κ. , με ολίγη τσόντα από τον συντηρητικό προοδευτισμό του κ. Κουβέλη, αποτελεί μια άσκηση πολιτικής ιδιαιτέρως γνωστή στον ελληνικό λαό, η οποία διαθέτει ως βασικό της πλεονέκτημα το γεγονός πως δεν αναμένεται να εκπλήξει καθόλου με τις κινήσεις και τις στρατηγικές της. Πάνω σ’ αυτό άλλωστε βασίστηκαν και τα προεκλογικά σποτ της Ν.Δ. που ως στόχο είχαν να καταδείξουν τα επώδυνα αποτελέσματα μιας νεωτερικής για τα ελληνικά δεδομένα πολιτικής που θα ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση που αναλάμβανε την διακυβέρνηση του τόπου. Ήταν η έξοδος από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, η χρεοκοπία, η ανέχεια που θα επιδεινωνόταν, ως αποτέλεσμα πολιτικών συγκρουσιακών και άγνωστων για τους Έλληνες, που αν και επαγγέλονταν την ελπίδα και την βελτίωση, έφεραν μαζί τους το βάρος του ρίσκο μιας απότομης αλλαγής πορείας προς το άγνωστο και το αβέβαιο.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Το 30% (που ψήφισε την Ν.Δ.)- αλλά και ένα ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό κατά τη γνώμη μου- της ελληνικής κοινωνίας είναι σε θέση να αντέξει -έστω και δύσκολα- ακόμα μια μνημονιακή κυβέρνηση , η οποία θα συνεχίσει να εφαρμόζει την ίδια πολιτική λιτότητας. Το γεγονός πως στην Ελλάδα η ιδιοκατοίκηση ξεπερνά το 80% αλλά και το ότι η παραοικονομία φρόντισε τόσα χρόνια να δημιουργήσει κάποιο «λίπος» μεταξύ των συμπολιτών μας, καθιστά μια μεγάλη μερίδα των ελλήνων περισσότερο ανθεκτική απέναντι στην κρίση. Αυτή η μερίδα της μέχρι προσφάτως διασπασμένης και διασκορπισμένης Δεξιάς, που φοβήθηκε την απότομη αλλαγή πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ, φρόντισε να συσπειρωθεί γύρω από την Νέα Δημοκρατία, και σε συνδυασμό μ’ ένα ΠΑΣΟΚ που διατηρεί τον αμιγώς πελατειακό πυρήνα ψηφοφόρων του(που ανέρχεται στο 10%), κατάφερε τελικά να δώσει εντολή διακυβέρνησης στον κ. Σαμαρά, αφήνοντας τις υποβαθμισμένες περιοχές του λεκανοπεδίου να ψηφίζουν Τσίπρα γιατί πολύ απλά δεν αντέχουν άλλο.
Αν κοιτάξουμε τον χάρτη με τους δήμους της Αττικής, θα διαπιστώσουμε πως αν και στις εκλογές τις 6ης Μαϊου οι Δήμοι που «έβγαλαν» Ν.Δ. ανέρχονταν μόλις στους τρεις (Κηφισιά, Παπάγου- Χολαργός, Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη(!!!)), στις επαναληπτικές εκλογές οι δήμοι που εκλέγουν την Ν.Δ. ως πρώτο κόμμα αυξάνονται στους 13. Πιο συγκεκριμένα οι δήμοι Κηφισιάς, Πεντέλης, Αμαρουσίου, Βριλησίων, Χαλανδρίου, Φιλοθέης -Ψυχικού, Αγ. Παρασκευής, Παπάγου-Χολαργού, Παλαιού Φαλήρου, Αλίμου, Γλυφάδας, Βάρης -Βούλας- Βουλιαγμένης και φυσικά η Α’ Αθηνών, εκλέγουν ως πρώτο, το κόμμα της Κεντροδεξιάς. Παρατηρούμε δηλαδή πως στους τρεις δήμους που είτε παραδοσιακά είτε αμιγώς ταξικά στηρίζεται η Ν.Δ. προσετέθησαν και κάποιοι άλλοι μεσαίων-υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων, των οποίων οι κάτοικοι συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία όσων αντέχουν το μνημόνιο και δεν θα επιθυμούσαν να ρισκάρουν εμπιστευόμενοι για δεύτερη φορά έναν ηγέτη που υπόσχεται περιουσιολόγια και υπερ-φορολογήσεις σε εισοδήματα άνω των 50.000 ευρώ.
Το γεγονός λοιπόν πως υπό αυτές τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ο ΣΥΡΙΖΑ μένει στην αντιπολίτευση, αλλά και το ότι ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αυξάνει τόσο πολύ τα ποσοστά του πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο που απορρέει από την συνεχώς επιδεινούμενη οικονομική κρίση. Αναμφίβολα τα δύο προαναφερθέντα στοιχεία σηματοδοτούν τον ταξικό διχασμό μιας κοινωνίας της οποίας η σύμπλευση και η σύμπνοια τείνει ολοκληρωτικά να απολεσθεί. Πάντοτε σε καιρούς κρίσης η προάσπιση του ατομικού συμφέροντος, και συνεπώς η αδιαφορία για τα κοινωνικά προβλήματα που ολοένα και αυξάνονται, έχει την τιμητική της. Δεν μπορεί άλλωστε να εξηγηθεί διαφορετικά ότι σε καμία από τις δημοσκοπήσεις που εξέταζαν το κριτήριο με το οποίο οι πολίτες θα προσέρχονταν στις κάλπες, δεν αναφερόταν η ανάγκη εύρεσης ανθρωπιστικής λύσης για τα προβλήματα της μετανάστευσης, των ναρκωτικών, της πορνείας αλλά και της φτώχειας, η οποία ολοένα και εξαπλώνεται. Με λίγα λόγια, το πρόβλημα είναι πως σχεδόν κανείς δεν προσήλθε στις κάλπες για να ψηφίσει, όχι υπηρετώντας τα συμφέροντα του εαυτού του και της οικογένειάς του, αλλά τα συμφέροντα του κοινωνικού περιθωρίου που διογκώνεται συνεχώς. Ενός κοινωνικού περιθωρίου αδρανοποιημένου από τις αντιξοότητες τις οποίες, εν πολλοίς λόγω των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, αντιμετωπίζει. Ενός περιθωρίου, που, αν ψήφιζε, σίγουρα θα ρίσκαρε, σίγουρα θα πειραματιζόταν, σίγουρα θα έδινε το δικαίωμα σ’ έναν λιγότερο φθαρμένο και περισσότερο κοινωνικώς ευαισθητοποιημένο πολιτικό σχηματισμό να αναλάβει τα ηνία.
Αυτό το περιθώριο πολύ φοβάμαι πως δεν το σεβαστήκαμε όσο έπρεπε όταν αποφασίζαμε. Ίσως γιατί δεν ανήκουμε ακόμα στους κόλπους του, που με την ψήφο μας φροντίσαμε να αποτάξουμε. Ίσως γιατί νιώθουμε ακόμα υποψήφια θύματα των μεταναστών που σκοτώνουν για μια κάμερα. ‘Ισως γιατί μπορούμε να ταυτιζόμαστε ακόμα με τους νοικοκυραίους της Παιανίας που βιώνουν καθημερινά την απειλή της εγκληματικότητας. Μόνο που η τροπή που ενίοτε παίρνει μια οικονομική κρίση μπορεί να αποδειχθεί άδική και απρόβλεπτη για τον καθένα μας. Κι από ‘κει που κατηγορούσαμε τους μετανάστες που παρανομούν εις βάρος μας να συνειδητοποιήσουμε απότομα πως η απόσταση που μας χωρίζει από την δυσχερή θέση τους είναι ελάχιστη. Και από ‘κει που χειροκροτούσαμε κι επευφημούσαμε – αξιώνοντας μάλιστα την πλήρη αθώωσή του,( ω, αλήθεια, τι ντροπή!) – το θράσος ενός 23χρονου που σκότωσε εν ψυχρώ -ή εν βρασμώ, δεν μ’ ενδιαφέρει- με μια καραμπίνα τον διαρρήκτη της οικείας του, να αντιληφθούμε ξαφνικά κι αναπάντεχα την αξία της ζωής, όταν θα είναι πολύ αργά για την περίπτωσή μας.
Δεν ψηφίσαμε δίκαια στις 17 Ιουνίου, γιατί κοιτάξαμε την πάρτη μας. Γιατί ψηφίσαμε χρεοκοπημένους πολιτικούς, ποντάροντας κοντόφθαλμα στην σωτηρία της απομένουσας περιουσίας μας, κι όχι στην ανάγκη στήριξης μιας κοινωνίας που βυθίζεται σιγά-σιγά στο χάος. Δεν αξιώνω κοινωνική ευαισθησία απ’ όλους. Απλά πιστεύω όμως πως δίχως αυτήν είμαστε όλοι καταδικασμένοι σε χειρότερες μέρες. Μακάρι να βγω ψεύτης.