Η αποφυγή του ρόλου του «μπαλαντέρ» από τη ΔΗΜΑΡ και η «καυτή πατάτα» της συμμετοχής στη διακυβέρνηση εν μέσω κρίσης
Ο ρόλος της Δημοκρατικής Αριστεράς και του Φώτη Κουβέλη στην πορεία και τις επιλογές της κυβέρνησης τρικομματικής συνεργασίας είναι, εκ των πραγμάτων, ιδιαίτερα κρίσιμος. Μετά την προ των εκλογών συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, με κύριο διαμορφωτή των αποφάσεων το σοσιαλδημοκρατικό (;) ελληνικό κόμμα, η λαϊκή εντολή αντέστρεψε τους όρους επιβάλλοντας μια κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με πρωταγωνιστές τον αρχηγό και τα στελέχη του συντηρητικού κόμματος, αλλά και τη συμμετοχή του κόμματος του κ. Κουβέλη ως καταλύτη πολιτικής-ηθικής νομιμοποίησης του νέου συνεργατικού κυβερνητικού σχηματισμού.
Σε επίπεδο ηγεσίας, η Δημοκρατική Αριστερά είναι αλήθεια πως αμέσως μετά τις εκλογές του Μαΐου κατέστησε ξεκάθαρο ότι η άποψή της ήταν μια σταδιακή επαναδιαπραγμάτευση των μνημονιακών συμφωνιών, υπό το φόβο ακόμα δραματικότερων συνεπειών από μια δυνητική μονομερή αποδέσμευση από τα από διετίας και πλέον συμφωνηθέντα μεταξύ ελληνικών κυβερνήσεων και Βρυξελλών. Από εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όμως, είχε διαφανεί και η άρνηση αρκετών Βουλευτών και γενικότερα κορυφαίων στελεχών της ΔΗΜΑΡ αυτής της προοπτικής, αντί μιας πιο επιθετικής γραμμής προς τους δανειστές και εταίρους της χώρας, λογική που τότε κατέληγε στην άποψη προσπάθειας διαμόρφωσης κοινής πολιτικής πλατφόρμας με τον ΣΥΡΙΖΑ, αντί της σύγκλισης με τους σημερινούς κυβερνητικούς της εταίρους.
Παρότι ο Φώτης Κουβέλης επέλεξε το δρόμο της ένταξης στη σχηματισθείσα κυβέρνηση συνεργασίας για την προοδευτική απαγκίστρωση από τις τρομακτικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες του μνημονίου, διαπιστώνει τώρα στην πράξη ότι ακολουθώντας αυτό το δρόμο μάλλον απαιτείται η λήψη ακόμα πιο δυσάρεστων μέτρων, από αρκετά εξ εκείνων που είχαν παρθεί μέχρι σήμερα. Από τη δική τους πλευρά, Βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ, όπως οι κ.κ. Βουδούρης και Μιχελογιαννάκης, αισθάνονται τρόπον τινά δικαιωμένοι και προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στην υιοθέτηση από το νέο τους κόμμα σκληρότερων μέτρων από εκείνα που θεωρούν ότι αναγκαζόντουσαν να ψηφίζουν κατά την παρελθούσα κοινοβουλευτική τους θητεία με το προηγούμενο κόμμα τους, ενώ το ίδιο ισχύει και για άλλα σημαίνοντα στελέχη της παραδοσιακά αποκαλούμενης ως ανανεωτικής αριστεράς, όπως για παράδειγμα ο κ. Νεφελούδης.
Αργά ή γρήγορα, με τις αντιτιθέμενες πολιτικές αντιλήψεις εντός ΔΗΜΑΡ και όσο το μνημονιακό πρόγραμμα σφίγγει τον κλοιό του γύρω από τον τράχηλο της δοκιμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας, κι ο ίδιος ο κ. Κουβέλης δε θα είναι εύκολο να αποφύγει το φλερτ με το ρόλο του κομβικού πολιτικού «μπαλαντέρ» που θα μπορούσε να κάνει ριψοκίνδυνη στροφή, απειλώντας με την καταψήφιση βασικών κυβερνητικών πολιτικών – και γιατί όχι και με τη διαμόρφωση νέων συμμαχιών με κυβερνητική προοπτική στα αριστερά του πολιτικού χάρτη. Κάτι τέτοιο, σε ό,τι αφορά τη μη στήριξη κεντρικών κυβερνητικών επιλογών, άλλωστε, άρχισε ήδη να διαφαίνεται από τις σοβαρές διαφωνίες που εξέφρασε στο ζήτημα της νομοθέτησης μιας νέου τύπου εφεδρείας για τους εργαζόμενους στο δημόσιο.
Από τη στιγμή, όμως, που η Δημοκρατική Αριστερά έχει από νωρίς επιλέξει το ρόλο του εγγυητή της δικαιότερης κατανομής των επερχόμενων σκληρότερων μέτρων, οποιαδήποτε υπαναχώρηση από τη γραμμή της θα αποβεί διαλυτική όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για τη χώρα! Αν έρθει η στιγμή της ευθείας και συνολικής αμφισβήτησης της μνημονιακής πορείας από την ελληνική κοινωνία και πολιτική τάξη, πράγμα καθόλου απίθανο κι ούτε απαραίτητα μακρινό, αποκλειστικός εκφραστής αυτής της πολιτικής θα είναι δικαιωματικά και το πιθανότερο αποκλειστικά ο ΣΥΡΙΖΑ, κι όσοι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί και κόμματα έχουν καταστήσει σαφής εξ αρχής τις προθέσεις τους.
Όπως έχουν έρθει τα πράγματα, η Δημοκρατική Αριστερά και ο Φώτης Κουβέλης κρίνονται από το εάν θα επιτύχουν να συμβάλλουν σε μια μερική έστω απαγκίστρωση της χώρας από το «μνημονιακό δόκανο», το οποίο εξακολουθεί να την εξαντλεί ταχύτατα και δραματικά, καθώς φυσικά και από την επαναφορά του τόπου σε μια – αυτή τη φορά – βιώσιμη και διαρκέστερη, έστω και πιο αργή από εκείνη του παρελθόντος, αναπτυξιακή παραγωγική διαδικασία, που θα σηματοδότηση την ταυτόχρονη επάνοδο μεγάλου μέρους ανέργων στην εργασία. Σε διαφορετική περίπτωση, το αυτοπροσδιοριζόμενο ως κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς και του δημοκρατικού σοσιαλισμού κι ο επικεφαλής του πολύ δύσκολα θα καταφέρουν να διατηρηθούν ως ουσιαστική πολιτική ύπαρξή σε οποιαδήποτε άλλη – κι ιδιαίτερα σε μια ριζοσπαστική – μελλοντική ελληνική πολιτική εικόνα.