Το δρομόμετρο είναι το όργανο που μετρά την ταχύτητα του σκάφους στην θάλασσα. Άκρως απαραίτητο για όλα τα ιστιοπλοϊκά σκάφη, καθώς είναι το ηλεκτρονικό μηχάνημα που ενημερώνει για την ταχύτητα μας. Μια εύστοχη παρομοίωση, για να κατανοήσετε την χρησιμότητα του, είναι το κοντέρ του αυτοκινήτου…
Η μονάδα μέτρησης της ταχύτητας είναι ο κόμβος και ισούται με ένα ναυτικό μίλι την ώρα. Ο όρος «κόμβος» προέρχεται από το πρώτο σχετικά όργανο μέτρησης της ταχύτητας των πλοίων, που ήταν το κοινό δρομόμετρο ή Δελτωτό δρομόμετρο, που σήμερα βεβαίως έχει αντικατασταθεί από τα σύγχρονα δρομόμετρα.
Να σημειώσουμε, ότι οι σύγχρονες συσκευές μπορούν να έχουν πάνω από μία χρήσεις. Για παράδειγμα υπάρχουν δρομόμετρα που διαθέτουν και ενσωματωμένο βυθόμετρο!
Στο παρελθόν…
Το κοινό δρομόμετρο, αποτελούταν από το Δελτωτό, το σχοινί και το συμπληρωματικό εξάρτημα του Αμμωτού (κλεψύδρα με άμμο).
Το Δελτωτό ήταν μια ξύλινη τριγωνική κατασκευή, που έφερε φελλούς και στο κάτω μέρος είχε επένδυση μολύβδου, έτσι ώστε να παραμένει στην επιφάνεια του νερού κάθετο. Το σχοινί, που ήταν αρκετά λεπτό και μακρύ, είχε ανά σταθερό μήκος και ένα κόμπο. Αυτό το σταθερό μήκος μεταξύ των κόμπων, σε αναλογία με το Αμμωτό, έκαναν την δρομομέτρηση. Ανάλογα με το χρόνο που έκανε να περάσει η άμμος, το αμμωτό διακρινόταν σε 10΄΄δευτερόλεπτο, 30΄΄δευτερόλεπτο και 30΄ λεπτών – «ημιώρου».
Ο τρόπος που πραγματοποιούσαν την δρομομέτρηση έχει ενδιαφέρον. Ένας ναύτης κρατούσε το αμμωτό κατακόρυφα, με τη κενή από άμμο φιάλη προς τα επάνω, δηλώνοντας «έτοιμος». Τότε ένας άλλος ναύτης έριχνε από τη πρύμνη το Δελτωτό στη θάλασσα, που ήταν δεμένο με το “πρόμετρο”, (είναι το αρχικό τμήμα του σχοινιού, που είναι ίσο με το μήκος του σκάφους), αφήνοντάς το ελεύθερο μέσα από το χέρι του. Όταν πέρναγε ο 1ος κόμπος έδινε την εντολή «στρέψε». Αμέσως τότε, ο χειριστής του αμμωτού έστρεφε το όργανο ανάποδα παρακολουθώντας το άδειασμα της άμμου φωνάζοντας «προσοχή», μόλις πλησίαζε να αδειάσει, οπότε και φώναζε «κράτει». Τότε, ο ναύτης με το πρόμετρο, έκλεινε το χέρι του και σταματούσε την παρέκταση του σχοινιού, μετρώντας πόσοι κόμποι πέρασαν από το χέρι του, ο αριθμός των οποίων ήταν και η ωριαία ταχύτητα του πλοίου σε μίλια.
Στην αρχαιότητα
Το οδόμετρο έγινε γνωστό χάρη στον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό, που ήταν σπουδαίος μαθηματικός και μηχανικός της ελληνιστικής περιόδου.
Το μηχανικό οδόμετρο ή αλλιώς και «δρομόμετρο», αποτελούταν από ένα σύμπλεγμα γραναζιών, που με την βοήθεια ελίκων μετέφεραν την κίνηση του οχήματος και την μετέτρεπαν σε μονάδες μέτρησης. Έτσι, ήταν εύκολο να ενημερωθεί κάποιος για την απόσταση που έχει διανύσει το όχημα, συμβουλευόμενος την διαβαθμισμένη πλάκα που υπήρχε στην επάνω πλευρά του κιβωτίου, το οποίο περίκλειε το μηχανισμό. Αργότερα οι σύγχρονοί ερευνητές ονόμασαν τον συγκεκριμένο μηχανισμό «ταξίμετρο».
Αναφορικά με το αντίστοιχο μηχάνημα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη θάλασσα, το ναυτικό οδόμετρο, η περιγραφή που κάνει ο Ήρωνας είναι περίπου η ίδια, πέρα από μερικές μεταβολές, που είναι αναγκαίες για την προσαρμογή του οδομέτρου στα πλοία, με την βοήθεια ενός πλωτήρα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την περιγραφή του Ήρωνα, έξω από το πλοίο τοποθετούταν ένας έλικας, που συνδεόταν στο εσωτερικό του πλοίου με το ίδιο σύστημα γραναζιών, όπως και στο αρχικό δρομόμετρο. Ο τελικός τροχός έκανε μια πλήρη στροφή κάθε 100 ρωμαϊκά passus και έτσι έβρισκαν την ταχύτητα του πλοίου και τα μίλια που διάνυσε. Μέχρι σήμερα, δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς η αντιστοιχία της μονάδας μέτρησης passus.