Η στάθμη των θαλασσών του πλανήτη μπορεί να αυξηθεί αρκετά μέτρα μέσα στους επόμενους αιώνες, αν η υπερθέρμανση συνεχιστεί αμείωτη, σύμφωνα με μία νέα γερμανική επιστημονική μελέτη, η πρώτη που προχωρά σε τόσο μακρόχρονη πρόβλεψη αναφορικά με το επίπεδο των ωκεανών.
Η μελέτη, από επιφανείς Ευρωπαίους κλιματολόγους, βασίζεται σε παρατηρήσεις για την άνοδο των θαλασσών κατά την τελευταία χιλιετία, καθώς και σε σενάρια (μοντέλα) σχετικά με το επίπεδο των μελλοντικών εκπομπών «αερίων του θερμοκηπίου».
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Μίκιελ Σέφερ του πανεπιστημίου του Βαγκενίγκεν και τον Στέφαν Ράμστορφ του Ινστιτούτου Κλιματικών Ερευνών του Πότσνταμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής «Nature Climate Change», αναγνωρίζουν ότι είναι δύσκολο να γίνουν προβλέψεις για την μελλοντική άνοδο των υδάτων, καθώς απαιτείται πολύς χρόνος έως ότου λιώσουν οι πάγοι της Γης και οι τεράστιες μάζες νερού αντιδράσουν στην άνοδο της θερμοκρασίας.
Οι Γερμανοί επιστήμονες εκτιμούν πάντως ότι ακόμα και σχετικά χαμηλά επίπεδα ανόδου της θερμοκρασίας θα οδηγήσουν τελικά, έστω και όχι στον τρέχοντα αιώνα, σε σημαντική άνοδο της στάθμης των ωκεανών. Επισημαίνουν επίσης ότι κάθε συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας αποτελεί μεγάλο κέρδος και οδηγεί σε αντίστοιχη συγκράτηση της ανόδου των θαλασσών.
Έτσι, όπως προβλέπουν, έχει μεγάλη διαφορά αν η άνοδος της θερμοκρασίας θα είναι 1,5 ή δύο βαθμοί Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Στην πρώτη -και πιο αισιόδοξη- περίπτωση, η άνοδος των θαλασσών θα μπορούσε να περιοριστεί στο μισό έως το 2.300 (έως ενάμισι μέτρο) σε σχέση με το πιο απαισιόδοξο σενάριο της ανόδου της θερμοκρασίας κατά δύο βαθμούς (άνοδος υδάτων έως 2,7 μέτρα), σε σχέση με το επίπεδο του 2000.
Αν όμως -στο ακόμα χειρότερο σενάριο- τελικά η θερμοκρασία ανέβει κατά τρεις βαθμούς, τότε θα πρέπει να αναμένεται άνοδος των θαλασσών κατά δύο έως πέντε μέτρα κατά μέσο όρο, με πιο πιθανή μια μέση άνοδο 3,5 μέτρων.
Όμως ακόμα και μία άνοδος των υδάτων της Γης κατά ένα μέτρο, σύμφωνα με τον Ράμστορφ, είναι αρκετή για να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε νησιωτικές χώρες του Ειρηνικού ή σε όσες (π.χ. Μπαγκλαντές) βρίσκονται σε δέλτα ποταμών, ενώ ακόμα και παραθαλάσσιες ανεπτυγμένες μεγαλουπόλεις, όπως η Νέα Υόρκη, θα κινδυνεύουν πλέον με συνεχείς πλημμύρες, με μέση συχνότητα μία κάθε τρία χρόνια, έναντι μόλις μία ανά αιώνα μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με τους γερμανούς επιστήμονες, όσο πιο θερμό γίνεται το παγκόσμιο κλίμα, τόσο ταχύτερα ανεβαίνει η επιφάνεια των θαλασσών, με συνέπεια να είναι αμφίβολο αν θα υπάρχει άνεση χρόνου στις παράκτιες κοινότητες για να προσαρμοστούν στις επερχόμενες αλλαγές.
Δυσοίωνες προβλέψεις για τις ΗΠΑ
Μία δεύτερη μελέτη, στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό, που έκαναν ερευνητές της Γεωλογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, διαπίστωσε για πρώτη φορά ότι η άνοδος των θαλασσών στην ανατολική ακτή της χώρας τους είναι όχι μόνο μεγαλύτερη σε σχέση με τη δυτική ακτή, αλλά και τέσσερις φορές ταχύτερη σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο, γεγονός που δημιουργεί μεγάλες ανησυχίες για το απώτερο μέλλον παράκτιων πόλεων όπως η Ν. Υόρκη και η Βοστώνη.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και το «Nature», ότι από το 1990 το επίπεδο του Ατλαντικού Ωκεανού στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ και ειδικότερα σε μία παράκτια ζώνη υψηλού κινδύνου, μήκους περίπου 1.000 χλμ. (από τη Β. Καρολίνα έως περίπου τη Βοστώνη), αυξάνεται κατά 2 έως 3,7 χιλιοστά το χρόνο. Την ίδια περίοδο, κατά μέσο όρο, οι θάλασσες παγκοσμίως έχουν ανέβει κατά 0,6 έως ένα χιλιοστό ετησίως. Στη διάρκεια του 20ού αιώνα το μέσο επίπεδο των θαλασσών παγκοσμίως αυξήθηκε κατά 1,7 χιλιοστά το χρόνο, ενώ μετά το 1993 αυξάνεται περισσότερο, κατά περίπου 3 χιλιοστά.
Αν δεν ανακοπεί η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας, τότε, σύμφωνα με τους αμερικανούς επιστήμονες, η δυτική ακτή των ΗΠΑ θα γνωρίσει έως το 2100 άνοδο της επιφάνειας των υδάτων έως 30 εκατοστά πάνω από την άνοδο κατά ένα μέτρο που (συντηρητικά) προβλέπουν οι επιστήμονες του ΟΗΕ.
Η μεγαλύτερη άνοδος του Ατλαντικού αποδίδεται στη διαταραχή της κυκλοφορίας των ωκεάνιων ρευμάτων του, η οποία προκαλείται καθώς φρέσκο νερό συνεχώς χύνεται στο βόρειο τμήμα του εξαιτίας του λιωσίματος των πάγων της Γροιλανδίας. Αυτό επιβραδύνει το θερμό ρεύμα του Κόλπου και οδηγεί τελικά σε μεγαλύτερη άνοδο της στάθμης του Ατλαντικού ωκεανού, ενώ παράλληλα θα μπορούσε σταδιακά να οδηγήσει και σε πτώση της θερμοκρασίας στη δυτική Ευρώπη.
Η άνοδος των ωκεανών προκαλείται τόσο από το σταδιακό λιώσιμο των πάγων και τον όγκο νέου νερού που από τη στερεά κατάσταση μεταπίπτει στην υγρή, όσο και στην θερμική διόγκωση των υδάτων «φούσκωμα», καθώς αυτά απορροφούν αυξημένη θερμότητα.
Οι προηγούμενες επίσημες προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), το 2007, έκαναν λόγο για αναμενόμενη άνοδο των θαλασσών κατά 60 εκατοστά έως το 2100, όμως αυτή η πρόβλεψη δεν έπαιρνε υπόψη την επιτάχυνση του λιωσίματος των πάγων, που παρατηρείται στο μεταξύ. Η νέα γερμανική μελέτη -αν και αναγνωρίζει την εγγενή αβεβαιότητα που έχουν τέτοια μοντέλα πρόβλεψης- θεωρεί ότι δίνει μία πιο αξιόπιστη εκτίμηση για το τι μπορεί να συμβεί στις θάλασσες του πλανήτη εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής.
Πηγή: Καθημερινή, Nature Climate Change