Φωτογραφίες από τον μακρινό Βορρά, όπου επισκέφτηκα φίλους, «όψιμους Έλληνες μετανάστες»… Φινλανδία, Βαλτική Θάλασσα και απέναντι, δυο ώρες ταξίδι μόνο, η Εσθονία. Η ζωή, ξαφνικά, εκεί κυλάει σε άλλους ρυθμούς… Περίεργη η προσαρμογή… Όλα γύρω σου «κουρδισμένα» σε τάξη, αρμονία, ηρεμία… Εικόνες ανοίκειες για μάτι συνηθισμένο στην χαοτική, αλλά, συνάμα, δημιουργική αναρχία της Αθήνας… Πώς είναι άραγε να περπατάς στο τσουχτερό κρύο, μακριά απ’ την χώρα σου, με έναν βαρύ και σκοτεινό ουρανό να σε σκεπάζει; Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να τα ζυγιάσω αυτά στο μυαλό μου…
Το μόνο που μου έμεινε είναι τα πολύχρωμα, κουκλίστικα σπιτάκια, με τα πελώρια, χωρίς κουρτίνες, τζάμια. Μέσα από αυτά, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά, μπορούσες να πειστείς ότι οι κάτοικοί τους ζούσαν σίγουρα σε μια δική τους θαλπωρή… Σαν παραμύθι…
Ελσίνκι – Tαλλίν
Στο νου, στίχοι αφιερωμένοι
στους φίλους, που αναγκάστηκαν να μας αφήσουν,
και σε εμάς, που μείναμε εδώ να περιμένουμε την επιστροφή τους…
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία…»
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;”
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ’ έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά, οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.
Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.
Ν. Καββαδίας