A |
|
Ακάτιος ιστός |
Ο πρώτος (από την πλώρη) ιστός. (βλ. Τουρκέτο ) |
Ακράπι |
Δεύτερη καρένα ή στείρα ή ποδόστημα . Σε μικρότερα σκάφη, αποτελεί το καμπύλο ενισχυτικό ξύλο πάνω από τη σύνδεση του ποδοστήματος με την καρένα. Σε μεγάλα ξύλινα καράβια ονομάζεται και σκορπιός της στείρας όπως υπάρχει και ο σκορπιός του ποδοστάματος |
Ακρόπρωρο |
Ξύλινη (κυρίως) διακοσμητική παράσταση συνήθως γυναικείας μορφής που τοποθετούνταν στο πιο ψηλό σημείο του ταλιαμά στην πλώρη του σκάφους. |
Άλμπουρο |
Κατάρτι, ιστός |
Αμπάρι |
Ο εσωτερικός χώρος ενός πλοίου που προορίζεται για φορτία και βρίσκεται ανάμεσα στο χαμηλότερο κατάστρωμα και τη σεντίνα (χώρος της σαβούρας). |
Αναβάθρα |
Συνδυασμός σχοινιού και ξύλινων βαθμίδων ως χρήση κλίμακας, κοινώς ανεμόσκαλα. |
Αντένα |
Κάθε οριζόντιος ( αναρτώμενος ) ιστός στον οποίο δένονται τα Ιστία . |
Αντλία-ες |
Χειροκίνητες μηχανικές κατασκευές με σκοπό την άντληση των υδάτων από τα κατώτερα τμήματα του σκάφους (σεντίνα). |
Αρμαδούρα |
Ξύλινο πλαίσιο (ράφι) τοποθετημένο εσωτερικά καθ’ όλο το μήκος του παραπέτου ή μόνο εκατέρωθεν των καταρτιών όπου τοποθετούνται οι καβίλιες και προσδένονται διάφορα σχοινιά. |
Ασός |
Λούκι που διαμορφώνεται στο πάνω μέρος της καρένας για να δεχθεί τα πρώτα μαδέρια του πετσώματος. |
|
|
Β |
|
Βαθυκά |
Το μεγαλύτερο βύθισμα του σκάφους στο νερό. |
Βαρούλκο – Βίτσι |
Κάθε είδους μηχανή – μηχανισμός με τον οποίο σηκώνουμε μεγάλα βάρη. |
Βελαστράλι – Βελαστράλια |
Τα ιστία ανεπτυγμένα ανάμεσα τους ιστούς – κατάρτια και κατά τον άξονα του πλοίου από πρώρα προς πρύμνη. |
|
|
Γ |
|
Γάμπια |
Το δεύτερο, επάνω από το κατάστρωμα και πάνω από τη μαΐστρα του μεγάλου καταρτιού |
Γάμπια μικρή |
Το μικρό πανί της γάμπιας του καταρτιού του τουρκέτου ή του μοναδικού καταρτιού στην περίπτωση των κότερων. |
Γάστρα |
Το υποθαλάσσιο μέρος του σκάφους. Συνηθίζεται για όλο το σύνολο του σκαριού εκτός καταστρώματος και αρματωσιάς. |
Γιακάς |
Η πάνω ακμή (δίπλωμα) του πανιού |
Γραντί (ή λώμο) |
Κάβος-σχοινί ή ραμμένη σάγουλα περιμετρικά στο πανί για την ενίσχυση τους. |
|
|
Δ |
|
Διάκι |
(βλ. Λαγουδέρα ) |
Δόλωνας ή γάμπια |
Τετράγωνο πανί που δένεται στον ιστό της μαΐστρας πάνω από τη μαΐστρα. Από αυτό παίρνει το όνομα του ο άξονας ή το κομμάτι του σύνθετου καταρτιού που το συγκρατεί (ιστός γάμπιας ή δόλωνα). |
Δοράτιο |
Η δοκός που αναπτύσεται στα άκρα των αντενών για την στήριξη των παριστίων (κουρτελατσών) |
Δρύφρακτο |
Είδος ξύλινου παραπέτου. Παλαιότερα κατά μήκος του δρύφακτου τοποθετούνταν οι ασπίδες, ενώ αργότερα το σημείο αυτό ήταν ο χώρος για τους μπράντες των ναυτικών και αποτελούσε προστατευτικό κάλυμμα για την ώρα τους μάχης. |
|
|
Ε |
|
Εξαρτισμός |
Ο συνολικός αριθμός των ιστών και ιστίων του πλοίου. |
Επίδρομος |
Τραπεζοειδής τύπος πανιού που κρεμάται στο πάνω μέρος του σε μια κεραία, η οποία συγκρατείται στο κατάρτι (πικι) και στο κάτω μέρος του δένεται στην ράντα. Ονομάζεται και «Μπούμα». |
Επίστεγο (κάσσαρο) |
Στα παλαιά ιστιοφόρα, υπερυψωμένο μέρος του καταστρώματος μεταξύ του ψηλότερου σημείου τους πρύμνης και του ιστού της μαΐστρας (που βρίσκεται στο κέντρο του πλοίου) στο οποίο τοποθετούνταν κατά κανόνα οι κοιτώνες των αξιωματικών. |
Επιστήλιο |
α.Τετράγωνο πανί δεμένο επάνω από αυτό του τρίγκου και β.το μικρό κατάρτι που αντιστοιχεί σε αυτό. |
Επίτονοι |
Ξάρτια των επιστήλιων |
Εσωτρόπιο (σωτρόπι) |
Δεύτερη εσωτερική καρίνα που τοποθετείται ως ενίσχυση τους κύριας. |
|
|
Ζ |
|
Ζυγόν (καμάρι) |
Κυρτό δομικό στοιχείο που στηρίζει το κατάστρωμα (στα μικρότερα πλοία, αποκλειστικά το επάνω κατάστρωμα) και συνδέει μεταξύ τους τα τοιχώματα. |
Ζωνάρι |
Μαδέρι του πλευρικού πετσώματος ακριβώς κάτω από τη τρυπητή (λέγεται και τσάπα ή αστάρι). Συνήθως ομοίως αποκαλείται η εξωτερική καμπύλη επιφάνεια τους κουπαστής και του τρυπητού. |
|
|
Θ |
|
Θαιροί |
Τα αρσενικά βελόνια με τα οποία το πηδάλιο τους πλοίου στηρίζεται στην πρύμνη. |
Θωράκιο ιστού |
(βλ. Κόφα ) |
|
|
Ι |
|
Ίσαλος γραμμή |
Η γραμμή που χαράζεται τους πλευρές τους πλοίου, συνήθως στο ύψος όπου αυτές εφάπτονται με την επιφάνεια τους θάλασσας – Το ίχνος της γραμμής που αφήνει η θάλασσα στα πλευρά τους ακίνητου σκάφους. |
Ιστίο |
Το πανί |
Ιστίο πρυμνιό |
Το πιο χαμηλό από τα τετράγωνα πανιά που είναι δεμένα στον ιστό τους μετζάνας. |
Ιστοπέδες |
Το σύνολο των κομματιών τα οποία συνδεόμενα αφήνουν ανάμεσα τους και την διάβαση του καταρτιού από το κατάστρωμα. |
Ιστός ή κατάρτι |
Κάθε κατάρτι διακρίνεται με βάση την κατά μήκος θέση (ακάτιος ή τουρκέτο , τους μαΐστρας ή μεγίστης -, τους μετζάνας ) και τα πανιά με τα οποία συνδέεται μέσω των κεραιών, καθώς και με βάση τη διαμόρφωση του (σύνθετο, μονοκόμματο και σαρακηνό, με τετράεδρη κορυφή). |
Ιστός κοντραφλόκου |
Ιστός τοποθετημένος επάνω και προεκτεινόμενος του μπομπρέσου. |
Ιστός της μεγίστης ή της μαΐστρας |
Ιστός τοποθετημένος συνήθως στο κέντρο του πλοίου. |
Ιστός τους μετζάνας |
Το τελευταίο κατάρτι του πλοίου, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη. |
|
|
Κ |
|
Καλαφάτισμα |
Το γέμισμα των σχισμών (ρωγμών) των παλαιών ξύλινων πλοίων, το οποίο πραγματοποιούνταν με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα, στο στάδιο τους τοποθέτησης τους επένδυσης του σκαριού. |
Καμάρια (ζυγοί) |
(Βλ. Ζυγοί ) |
Καπόνι |
Χοντρή ξύλινη κατασκευή με ενσωματομένα ράγουλα (τροχίλους) , τοποθετημένος στην άκρη τους πλώρης, που χρησίμευε για την άρση τους άγκυρας από τη θάλασσα στο κατάστρωμα. |
Καρίνα ή καρένα |
Ανήκει στη δομή των υφάλων του σκάφους και αποτελεί το κατώτερο μέρος τους πλοίου που είναι βυθισμένο στο νερό. |
Καρνάγιο |
Μικρό ναυπηγείο για επισκευές. |
Κατάρτι – Ιστός |
Κάθε κατάρτι διακρίνεται με βάση την κατά μήκος θέση (ακάτιος ή τουρκέτο , τους μαΐστρας ή μεγίστης -, τους μετζάνας) και τα πανιά με τα οποία συνδέεται μέσω των κεραιών, καθώς και με βάση τη διαμόρφωση του (σύνθετο, μονοκόμματο και σαρακηνό, με τετράεδρη κορυφή). |
Κατάρτι μικρό |
Τμήμα (ολόκληρο ή μέρος αυτού) καταρτιού που βρίσκεται πάνω από τα κύρια κατάρτια του πλοίου. Κάθε μικρό κατάρτι παίρνει το όνομα του από τα πανιά που το αποτελούν. |
Κατάστρωμα |
Το δάπεδο που καλύπτει εξωτερικά το σκαρί κάθε πλοίου. |
Καφασωτό |
Ξύλινο πλέγμα δοκών τιθέμενο επί του καταστρώματος ως οροφή ανοιγμάτων με σκοπό τον αερισμό-φωτισμό εσωτερικών τμημάτων του πλοίου |
Κεραία |
(Βλ. Αντένα ) |
Κέρας |
Ξύλινη αντένα που εκτείνεται από την κορυφή του άλμπουρου γνωστότερο και ως πίκι |
Κέρκος ή μάτσα |
Επιμήκης δοκός κάθετη στον ιστό του επίδρομου με κατεύθυνση τους την πρύμνη. Γνωστότερο ως Ράντα |
Κινητή περόνη (καβίλια) |
Στα παραδοσιακά ιστιοφόρα, ο σιδερένιος ή ξύλινος πασσαλίσκος που χρησιμοποιείται για την ένωση των δοκών της επένδυσης. |
Κολομπίρι |
Λαιμός ( τετράγωνο τμήμα ) του ιστού. |
Κοντραφλόκος |
Ο πιο προωθημένος από τους φλόκους. |
Κοράκι |
Το πάνω μέρος του πλωριού ποδοστάματος ( ψείρα ) |
Κουβέρτα |
Κατάστρωμα |
Κουντρίνι ή σίπαρος |
Ελαφρό τετράγωνο ιστίο που βρίσκεται πάνω από τον παπαφίγκο . Χρησιμοποιείται όταν ο άνεμος είναι ασθενής ή μέτριος. |
Κουντρίνι πρυμναίο |
Το ξεδιπλωμένο τετράγωνο πανί πάνω από τον πίσω παπαφίγκο, δηλαδή το πανί που στο πρυμναίο κατάρτι βρίσκεται πάνω από την πίσω πάνω γάμπια ή την πίσω κάτω γάμπια. |
Κουντρίνι πρωραίο |
Το ξεδιπλωμένο τετράγωνο πανί πάνω από τον μπροστινό παπαφίγκο, δηλαδή το πανί που στο κατάρτι του τριγκέτου βρίσκεται πάνω από την μπροστινή πάνω γάμπια ή την μπροστινή κάτω γάμπια. |
Κουντρίνι (Μεσαίο) |
Το ξεδιπλωμένο τετράγωνο πανί πάνω από το μεσαίο παπαφίγκο, δηλαδή το πανί που στο κατάρτι τους μαΐστρας βρίσκεται πάνω από τη μεσαία πάνω γάμπια ή τη μεσαία κάτω γάμπια. |
Κουπαστή |
Το ανώτερο ύψος των πλευρών μιας βάρκας – πλοίου |
Κουρζέτο |
Καμπύλο επίπεδο δοκάρι στα πλάγια του καταστρώματος που περιβάλει τους νομείς ( τρυπητή ). |
Κουρζέτα |
Ξύλινη κατασκευή δοκών πάνω στο κατάρτι για την αντιστήριξη των επίτονων. |
Κουρτελάτσα – Παρίστιο |
Βοηθητικό πανί με τραπεζοειδές σχήμα, το οποίο τοποθετείται στην άκρη κάθε αντένας για να γίνει εκμετάλευση λιγοστού αέρα. |
Κοχλίας -Μάπα |
Στον εξοπλισμό πλοίων, κάθε δακτύλιος που στερεώνεται στο σκαρί. |
Κόφα ή θωράκιο ιστού |
Ξύλινη πλατφόρμα, αρχικά κυκλική και στη συνέχεια ημικυκλική, τοποθετημένη σχεδόν στην κορυφή των ψηλότερων αξόνων των ιστιοφόρων, υποβασταζόμενη από πλάγιες και εγκάρσιες ράβδους, ώστε να συμβάλλει στη συνολική αντοχή των ιστών, παρέχοντας το απαραίτητο έρεισμα στα ξάρτια των ανώτερων ιστών (επιστηλίων). |
Κύτος |
Κυριολεκτικά είναι ο χώρος ανάμεσα στο κατώτερο κατάστρωμα και στα ύφαλα του πλοίου. Γενικότερα, είναι ο εσωτερικός χώρος τους πλοίου που προορίζεται για το φορτίο. |
|
|
Λ |
|
Λαγουδέρα ή (Διάκι) |
Κοντάρι μεγάλης αντοχής με το οποίο στρίβει το πτερύγιο του τιμονιού |
Λάντσ(ζ)ο (προπέτεια) |
Κλίση ή προεξοχή τους πλώρης ή τους πρύμνης, έτσι ώστε το σκάφος να είναι πολύ μακρύτερο στο κατάστρωμα απ’ ό,τι στο βυθιζόμενο μέρος. |
Λατίνι |
Τριγωνικό πανί. |
|
|
Μ |
|
Μαΐστρα ή μεγίστη |
Όνομα του πιο μεγάλου και πιο χαμηλού πανιού που δένεται στο μεγαλύτερο κατάρτι κάθε πλοίου, στον ιστό της μεγίστης ή μαΐστρας . |
Μαντέκια |
Τα σχοινιά από τα οποία αναρτώνται οι αντένες |
Μάσκες |
Τμήματα των πρόσθιων πλευρών ( πρόσοψης ) του πλοίου |
Μέγιστο πλάτος |
Μέγιστο πλάτος του πλοίου. Τ ο πλάτος του πλοίου συνήθως στο ύψος του μεσαίου νομέα. |
Μεγίστη ή Μαΐστρα |
(βλ. Μαϊστρα) |
Μετζάνα ή επίδρομος |
Το τελευταίο κατάρτι του πλοίου, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη. Μετζάνα λέγεται και το πρυμνιό πανί στην «Συμιακή Σκάφη» |
Μούδα |
Μέρος του πανιού που μπορεί να μαζευτεί για να μειώσει την επιφάνεια του. Τα μέρη αυτά συνήθως χωρίζονται σε «χέρια», που αριθμούνται σύμφωνα με τη σειρά με την οποία μαζεύονται, δηλαδή με τον τρόπο που γίνεται η βαθμιαία μείωση. |
Μουδάρισμα |
Περιορισμός τους επιφάνειας του πανιού τους ιστιοφόρου, κατά τον οποία τα σχοινιά κάποια μούδας (οριζόντια ενισχυτική σειρά του ιστίου (νεύρο του πανιού), κατά μήκος τους οποίας είναι στερεωμένα μικρά και ελαφρά σχοινιά) Τσαμαντάνια δένονται στη ράντα του πανιού. |
Μπιγότες-Τρίοπα |
Ξύλινες κατασκευές σε διάφορα σχήματα (χρονολογικά) με τρις οπές από τις οποίες ανά ζεύγος , περνώντας διαδοχικά λεπτό σχοινί χρησιμοποιούνται ως εντατήρες στα ξάρτια. Λέγονται και «Καρπούζια». |
Μπόμπα |
Χειροκίνητος οριζόντιος μηχανισμός για το ανέβασμα της άγκυρας συνήθως σε μικρά σκάφη |
Μπομπρέσο ή Πρόβολος |
Κατάρτι πολύ επικλινές ή οριζόντιο, στην ίδια κατεύθυνση του επιμήκη άξονα του σκάφους και εξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων. Πάνω του στηρίζεται και προεκτείνεται το μπαστούνι των φλόκων |
Μπουντέλι |
Βασικό σημείο στήριξης, τοποθετημένο μεταξύ των καταστρωμάτων και, κατ’ επέκταση, το εσωτερικό ύψος τους πλοίου, τους μετριέται κάθετα από το ανώτερο στρώμα τους καρίνας έως το χαμηλότερο ζυγό τους μαΐστρας. |
Μπουρίνα |
Συνδυασμός σχοινιών προσδεμένων στα πλευρά τετράγωνων ιστίων με σκοπό την διατήρηση τους σε ανοικτή θέση και αποφυγή καταστροφής των από την πρόσφυση του ανέμου. |
Μπρατσόλι |
Η γωνιακή σύνδεση μεταξύ του σκελετού τους πλοίου και τους επένδυσης. |
Μπρούλια |
Συστολείς για το τέντωμα σχοινιών που στηρίζουν ιστούς και αντένες |
Μύομμα-μυόμματα |
Κατασκευές «δακτυλιδιών» από το ίδιο σχοινί σε διάφορα σημεία της ιστιοφορίας. Συνηθέστερα κατασκευασμένα (από το) στο γραντί και στις γωνίες των ιστίων (με τοποθέτηση ροδάνζας ή όχι) για την πρόσδεση άλλων σχοινιών χειραγώγησης των.(Σκότες) |
|
|
Ν |
|
Νομέας ή πλευρό ή πόστα |
Βασικό στοιχείο της εγκάρσιας δομής κάθε ξύλινου σκάφους. Στις ξύλινες κατασκευές αποτελείτο συνήθως από τέσσερα τμήματα σε κάθε πλευρά που ονομάζονταν, από κάτω τους τα επάνω: έδρα νομέα , στραβόξυλο , σκαλμός και στήριγμα . |
|
|
Ξ |
|
Ξάρτι |
Καθένα από τα πλευρικά σχοινιά τα οποία χρησιμοποιούνται για την στήριξη του καταρτιού στο πλοίο. |
Ξαρτόριζες |
Μεταλλικές ράβδοι, λάμες, αλυσίδες, πεπλατυσμένοι δακτύλιοι, που χρησιμεύουν στην σταθερή στήριξη των τριόπων (μπιγότων) και κατά συνέπεια των ξαρτιών, στα πλευρά του πλοίου. |
|
|
Π |
|
Πάγκος |
Σανίδα τοποθετημένη κάθετα σε ένα σκάφος για να μπορούν να κάθονται οι κωπηλάτες. |
Παπαφίγκος |
1. Πανί που βρίσκεται πάνω από τη γάμπια . Έτσι ονομάζεται και το αντίστοιχο επιστήλιο (κατάρτι) και η αντένα (κεραία). Το ίδιο ιστίο όταν δένεται στο τουρκέτο (αντί για τον ιστό τους μαΐστρας) ονομάζεται πλωριός παπαφίγκος. 2. Τετράγωνο πανί στα ψηλότερα σημεία του καταρτιού. |
Παραπέτο |
Στηθαίο που αποτελεί την προέκταση των πλευρών του πλοίου μέχρι την κουπαστή. |
Παρέλα |
Η τομή-σημείο σύνδεσης δύο κατασκευαστικών στοιχείων (μαδεριών). Πχ μεταξύ ποδοστάματος και καρίνας |
Παρεξάρτιο |
Καθεμία από τους χοντρές σανίδες που τοποθετούνται οριζόντια εκτός του πλοίου, κατά μήκος των πλευρών, σε αντιστοιχία με τους ιστούς, πάνω τους οποίες στερεώνονται τα ξάρτια (επίτονοι) και τα παταράτσα (παράτονοι). |
Παρίστιο |
(Βλ. Κουρτελάτσες) |
Πηδάλιο |
Όργανο κατεύθυνσης και πλοήγησης οποιουδήποτε πλοίου ή πλεούμενου. |
Πίγκος |
Ιστιοφόρο με τρία σαρακηνά κατάρτια (δηλαδή μονοκόμματα με τετράεδρη κορυφή, που χρησιμοποιούνταν γενικά στα πλοία με πανιά λατίνια), το πλέον πρωραίο εκ των οποίων ήταν πολύ επικλινές τους τα εμπρός. |
Πίκι |
(Βλ.Κέρας) |
Πλώρη |
Το μπροστινό μέρος τους σκάφους. |
Πλωριός παπαφίγκος |
Το ίδιο πανί που βρίσκεται στο κατάρτι του τουρκέτου (και όχι σε εκείνο τους μαΐστρας) ονομάζεται πλωριός παπαφίγκος. |
Ποδιά |
Το άκρο ή η κάτω πλευρά οποιουδήποτε πανιού. |
Ποδόσταμο (πρύμνης – πλώρης) |
Δομικό στοιχείο στο οποίο καταλήγει το σκάφος σε κάθε του άκρη. Μπορεί να είναι ίσιο ή καμπύλο. |
Πόστα |
(βλ. Νομέας ) |
Πρόβολος |
(βλ. Μπομπρέσο ) |
Προτονίδα |
Χαμηλό προΐστιο ιστιοφόρου, το οποίο χαρακτηρίζεται ανάλογα με τη θέση του (προτονίδα του τουρκέτου, του ακάτιου ιστού κ.λπ.). Προτονίδα του τουρκέτου (ακάτιου ιστού) ή σταντζιέρα Ο χαμηλότερος και ο πιο συμπτυγμένος φλόκος. |
Πρύμνη |
Το πίσω μέρος τους σκάφους. |
Πρυμναίο κουντρίνι |
(βλ. Κουντρίνι πρυμνιό) |
Πρυμνιό ιστίο |
(βλ. Ιστίο πρυμνιό) |
Πρωραίο κουντρίνι |
(βλ Κουντρίνι πρωραίο) |
Πτερύγιο πλοήγησης |
Μεγάλο κουπί τοποθετημένο πλευρικά που χρησιμοποιείται για την πλοήγηση του σκάφους. Το στοιχείο αυτό το βλέπουμε συνήθως στα αρχαία σκαριά. |
|
|
Ρ |
|
Ράντα |
Η ξύλινη οριζόντια δοκός πάνω στην οποία δένεται το κάτω μέρος του τραπεζοειδούς ιστίου η «Μπούμα». Συνηθίζεται να αναφέρεται και το ιστίο «Μπούμα» ως «Ράντα». |
|
|
Σ |
|
Σακολέβα |
Τραπεζοειδές πανί , τοποθετημένο δηλαδή στο κατάρτι που υποστηρίζεται από μια διαγώνια δοκό (γνωστή ως σταλίδα ή κοντάρι). |
Σεντίνα |
Εσωτερικό κάτω μέρος του καραβιού, όπου συνήθως τοποθετείται η σαβούρα και συγκεντρώνονται τα βρόμικα νερά. |
Σίπαρος |
(βλ. Κουντρίνι ) |
Σκαλιέρα |
Τραβέρσα από λινάτσα ή μέταλλο, στερεωμένη στα ξάρτια, που έχει τη λειτουργία τους σκάλας για την αναρρίχηση στα κατάρτια του πλοίου. |
Σκαλμός |
1. Κεντρικό στοιχείο του πλευρικού νομέα , που βρίσκεται μεταξύ του στραβόξυλου και του στηρίγματος. |
Σκαρί |
Το σύνολο των κατασκευών που αποτελούν το σώμα οποιουδήποτε πλοίου ή σκάφους. |
Σκαρμός |
Καβίλια, κατά κανόνα από ξύλο, στερεωμένη πάνω στην αρμαδούρα του πλοίου ή την κουπαστή βάρκας , και η οποία, βοηθά στο δέσιμο σχοινιών ή την κοπηλασία |
Σκάτσα |
Μέρος τους κατασκευής του σκαριού πάνω στο οποίο τοποθετείται και σφηνώνεται η βάση του καταρτιού. |
Σκορπιός |
Εσωτερικό ξύλο το οποίο συγκρατεί τη καρίνα και το ποδόσταμο της πρύμνης |
Σκότα |
Σχοινί που χρησιμοποιείται για το τέντωμα τους την πρύμνη των κάτω άκρων των πανιών. |
Στάντζος |
Καραβόσκοινο το οποίο, καθώς είναι στερεωμένο στο κατάστρωμα, και στηρίζει τον ιστό εντός πλοίου από τη μεριά τους πλώρης. (Βλ και Στράλι) |
Στήριγμα |
Το τελευταίο στοιχείο του πλευρικού νομέα |
Στείρα |
(βλ. Καρίνα ) |
Στραβόξυλο |
Το πρώτο κομμάτι, που συνήθως είναι πιο καμπύλο από τα άλλα, που παρεμβάλλεται σε κάθε πλευρό μεταξύ τους έδρας του νομέα και του σκαλμού . |
Στράλια |
Tα σχοινιά (ή τα συρματόσχοινα) που στερεώνουν τους ιστούς κάθε ιστό του πλοίου από την πλώρη. Τα βοηθητικά ιστία που ήταν στερεωμένα επάνω τους πήραν το όνομα τους από τα στράλια ως βελαστράλια. |
Στρωμάτσα |
Είναι οι βιομηχανικές πλέον κατασκευές (μπαλονάκια) που σε διάφορες μορφές προστατεύουν τα σκάφη από κτυπήματα είτε μεταξύ τους είτε με την αποβάθρα. Παλαιότερα ήσαν αυτοσχέδιες κατασκευές όπου οι ναυτικοί μέσα σε ένα «δίχτυ» έβαζαν άχρηστα σχοινιά και άλλα μαλακά υλικά και σχημάτιζαν ένα «στρώμα» για αυτήν την προστασία. |
Σύνολο αγομένων |
Κάθε σχοινί ή ακροσχοίνι που χρησιμοποιείται για τον προσανατολισμό των ιστίων και των κινητών μερών των ιστών και ως εκ τούτου μετατοπίζεται, χαλαρώνεται (αμολιέται) ή τεντώνεται (τεζάρεται) κατά τη διάρκεια των ελιγμών του πλοίου. |
Συστολείς |
Σχοινιά προσδεδεμένα σε διάφορα σημεία των ιστίων με σκοπό το μάζεμα των ιστίων όταν αυτά είναι ανεπτυγμένα. |
Σφονδύλια-καρύδια |
Ξύλινα σφαιρίδια διαπερατά από το σχοινί της τρότσας που βοηθούν στην ελεύθερη περιστροφή της αντένας πάνω στον ιστό μειώνοντας τις τριβές. |
|
|
Τ |
|
Ταλιαμάς |
Το μπροστινό μέρος του ποδόσταμου της πλώρης που βρίσκεται στην περιοχή της ίσαλου γραμμής και σκίζει το νερό κατά την πλοήγηση. |
Ταμπούκι (ο) |
Μικρή υπερκατασκευή (καταστρώματος) για την κάλυψη των εξόδων από τις σκάλες που οδηγούσαν από τα κατώτερα επίπεδα στο άνω κατάστρωμα . |
Τεσταμόρος ή Τεσταντεμόρος |
Μεταλλικό Στοιχείο ένωσης και σύνδεσης τμημάτων των ιστών που συνήθως αποτελείται από δύο δαχτυλίδια περασμένα και στερεωμένα το ένα μέσα στο άλλο. Στο πρυμναίο κυκλικό δακτυλίδι, περνιέται το άνω άκρο (η λεγόμενη καλόμπα) του κάτω τμήματος του ιστού, ενώ στο πρωραίο τετράγωνο δακτυλίδι, τοποθετείται το κάτω άκρο του άνω τμήματος. |
Τζένοα |
Μεγάλο μπροστινό πανί που αντικαθιστά το μικρότερο φλόκο και παρέχει μια πολύ μεγάλη αύξηση στην επιφάνεια των πανιών. Όπως ο φλόκος, συνδέεται με το μπροστινό συρματόσχοινο το οποίο κρατά ψηλά τον ιστό (πρότονος). |
Τζιρούνι |
Το διογκωμένο μέρος του κονταριού ενός κουπιού, η λαβή, που βρίσκεται στην άκρη που κρατάει ο κωπηλάτης. |
Τουρκέτο ή Τρίγκος |
Ο πρώτος (από την πλώρη) ιστός. |
Τρίγκος ή Τουρκέτο |
Ο πρώτος (από την πλώρη) ιστός. |
Τρότσα ανάρτηση – συναρμογή ή Αγκοίνη |
Μηχανισμός σύνδεσης με συναρμογή ή ανάρτηση που ενώνει τους ιστούς τις κεραίες, τις μπούμες και τα πίκια, δηλαδή όλα τα στοιχεία που εκτελούν περιστροφικές κινήσεις. |
Τρόχιλος – Μακαράς |
Στη ναυτική ορολογία, η τροχαλία με ένα ή περισσότερα καρούλια. |
Τρυπητή |
(βλ. Κουρζέτο ) |
Τσατάλα |
Το πίσω τμήμα της ράντας που αποτελείται από δύο παράλληλους διαμορφωμένους πασσάλους σχηματίζοντας υποδοχή σχήματος «Υ» για το κατάρτι. |
Τσαμαντάνια |
Μικρά σχοινάκια διαπερατά πάνω στην μούδα του πανιού τα οποία δένουν το πανί στην ράντα κατά το μουδάρισμα. |
|
|
Υ |
|
Ύφαλα |
Το βυθισμένο μέρος του σκάφους κάθε πλοίου. |
Ύψος της κατασκευής (ή του σκάφους) |
Κάθετη απόσταση η οποία, στο σημείο του μέγιστου πλάτους, διαχωρίζει το κατώτερο πλευρό της καρίνας από την ανώτερη επιφάνεια του επάνω καταστρώματος. |
|
|
Φ |
|
Φέλσα – Φύλλα |
Καθένα από τα μέρη του υφάσματος με τα οποία συρράπτεται το ιστίο. |
Φλίσι |
Το τριγωνικό ιστίο που κρεμάται πάνω από το Κέρας και αποτελεί προέκταση της Μπούμας |
Φλόκος |
Τριγωνικό πανί τοποθετημένο μεταξύ του πλωριού καταρτιού και του μπομπρέσου, ακροδεμένο σε έναν στάντζο. Ο χειρισμός του γίνεται από μια σκότα που βρίσκεται στην ελεύθερη γωνία. |
Φόδρω |
Κάθε σειρά των σανίδων επένδυσης που εκτείνεται από την πρύμνη έως την πλώρη. |
Φώσωνας ή παπαφίγκος |
Τετράγωνο ιστίο που ξεδιπλωνόταν πάνω από τον τρίγκο και από το αντίστοιχο επιστήλιο. |
|
|
Ψ |
|
Ψάθα |
Είδος ιστιοφορίας |