Για όσους είδαν την «επιστροφή» του «Αθανάσιου» Διάκου στον θεατρικό χώρο «Η» της Πειραιώς 260, όπου «Κίτσο» η δημιουργός της παράστασης και όπου Κίτσος η σύγχρονη εκδοχή του Θανάση Διάκου. Ένας Διάκος, που περισσότερο έμοιαζε με τον ήρωα ονόματι Κίτσο της διαφήμισης της Vodafone, παρά με οποιοδήποτε εκσυγχρονισμένη μορφή αγωνιστή του 1821, είτε πρόκειται για τον φημισμένο Λαμιώτη μαχητή είτε τον επικεφαλής της εξόδου του Μεσολογγίου Κίτσο Τζαβέλα ή οποιονδήποτε άλλον αντίστοιχου αναστήματος οπλαρχηγό της εποχής εκείνης.
Αλλά ας ειπωθούν πρώτα τα γνωστά κι ως «μ’ αρέσει», για να ακολουθήσουν τα «δε μ’ αρέσει», πράγμα πιο δίκαιο και για όσους πάσχισαν για το τελικό αποτέλεσμα.
Το εύρημα της μεταφοράς στο σήμερα μιας, αναμφισβήτητα, εμβληματικής μορφής της ελληνικής επανάστασης και σύστασης του νεοελληνικού κράτους είναι πράγματι ενδιαφέρον. Οι δύο πρωταγωνιστές, όσο είναι μόνοι τους στη σκηνή καταφέρνουν πολύ καλά αυτό που θέλουν να πετύχουν, κι ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς με μεμονωμένες σκηνοθετικές επιλογές, οδηγούν στο σχηματισμό μιας καθαρής αντίληψης για την καταρχάς ενδιαφέρουσα άποψη της δραστήριας δημιουργού. Επίσης, η σουρεαλιστική μουσική επένδυση, βασισμένη σε ανεκτίμητους θησαυρούς του σύγχρονου ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, είναι διαρθρωμένη με τρόπο και δοσολογία που προσθέτουν στο κατά διαστήματα ενδιαφέρον χιουμοριστικό ξεδίπλωμα της ιστορίας.
Από την άλλη πλευρά, η δημιουργός παίζει συνεχώς με τα όρια της ανούσιας υπερβολής. Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να στέκεται η κριτική σε ταμπού μη εκθρόνισης από το ιστορικό τους βάθρο επαναστατικών προσωπικοτήτων. Όταν αποφασίζει ένας καλλιτέχνης, όμως, να ασχοληθεί καθοιονδήποτε τρόπο με τόσο σημαντικές φυσιογνωμίες, οφείλει στην ίδια την προσπάθειά του να αποδεικνύει ότι έχει μελετήσει σε βάθος κάθε τέτοιο πρόσωπο και ότι δεν το χρησιμοποιεί απλά ως ανέξοδο διαβατήριο επιτυχίας. Ιδίως από τη στιγμή που τέτοιες πρακτικές αποδοκιμάζονται κι από τον ίδιο στο παρουσιαζόμενο έργο του.
Ακόμα, πρέπει να ειπωθεί χωρίς… «φόβο και πάθος» και κανέναν λόγο για εκ προοιμίου κακές προαιρέσεις , ότι δεν υπάρχει πειστική σύνδεση της συμμετοχή της ίδιας της δημιουργού στο έργο της ως υποκριτού. Το παράλληλο δρώμενο της αδικημένης και κάποτε αφιονισμένης «Εύας», όπως και άλλα ευρήματα και αντικείμενα με τα οποία επιχειρήθηκε, όχι πάντα επιτυχώς, να γεμίσει το ευρύχωρο «Η», δε φάνηκε να προσθέτουν στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Η «Επιστροφή» του Διάκου, ασφαλώς, και δεν ήταν για πέταμα. Είχε ορισμένες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες σκέψεις έκφρασης δυναμικής άποψης περί τη νεοελληνική παθογένεια, αλλά χρειαζόταν περισσότερη ταπεινότητα από τη δημιουργό στην προσέγγισή της, όχι μόνο στον ήρωα αλλά και στον ίδιο τον νεοέλληνα, με όλα τα ελαττώματα του. Στο βαθμό τουλάχιστον που θα ήθελε να αποφύγει η θεατρικά ανερχόμενη Λένα Κιτσοπούλου όσα επιχειρεί να στηλιτεύσει με τον ομολογουμένως αιχμηρό, αν κι ενίοτε άσκοπα βωμολοχικό, λόγο της.