Ο όρος ίσαλος ή ίσαλος γραμμή ή γραμμή ισάλου (water line), είναι ναυπηγικός και τεχνικός όρος που λαμβάνεται σοβαρά υπ΄ όψη στη φόρτωση πλοίου. Αν και λέγεται γραμμή, στην πραγματικότητα ορίζεται ως επίπεδο από την οριζόντια τομή της επιφάνειας της θάλασσας με το πλοίο στο σημείο που αυτό ισορροπεί και επιπλέει. Καθιερώθηκε να λέγεται έτσι επειδή περιμετρικά του σκάφους φαίνεται ως γραμμή.
Παρά ταύτα αν και ο όρος “ίσαλος γραμμή” είναι πλέον διαδεδομένος ως γενικός όρος, για τους έχοντες κάποιες ναυπηγικές γνώσεις ή σχετίζονται επαγγελματικά με τον ναυτικό χώρο ο όρος αυτός περιορίζεται αφενός μεν στην ειδική περίπτωση της έμφορτης ισάλου, δηλαδή, της τομής του σκάφους από το επίπεδο της επιφάνειας της θαλάσσης όταν το πλοίο είναι πλήρως και κανονικά φορτωμένο (ζυγοσταθμισμένο και νόμιμα), και αφετέρου, στις ειδικές περιπτώσεις φορτίου ειδικών ενδείξεων.
Από ναυπηγικής άποψης σχεδιασμού, η ίσαλος είναι μία από τις παρισάλους των ναυπηγικών γραμμών οι οποίες και αποτελούν τομές οριζοντίων επιπέδων μετά της εσωτερικής όψης των ελασμάτων του περιβλήματος του πλοίου, που καταδεικνύουν τη προοδευτική ναυπηγική μορφή του πλοίου από την λεγόμενη καρίνα μέχρι το κύριο κατάστρωμα. Στα ναυπηγικά σχέδια οι παρίσαλοι εμφανίζονται ως προβολές συνήθως της αριστερής πλευράς του σκάφους επί οριζοντίου επιπέδου όπου και φέρεται στο κάτω δεξιό μέρος του ναυπηγικού σχεδίου του πλοίου, καλούμενο κάτοψη σκάφους. Η απόσταση μεταξύ των παραλλήλων αυτών επιπέδων του σχεδίου αντιπροσωπεύει συνήθως το 1 μέτρο. Τέλος αυτές συμβολίζονται από τους ναυπηγούς με ενωμένα τα γράμματα WL και αριθμούνται από τη βασική γραμμή (που αντιστοιχεί με το 0) και προς τα πάνω 1, 2, 3, 4, …κ.λπ. ή με λατινικούς αριθμούς Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, κ.λπ. (χωρίς όμως τα διακριτικά γράμματα προ αυτών).
Οι παρίσαλοι στην εγκάρσια όψη και πρόοψη του πλοίου εμφανίζονται ως ευθείες γραμμές.
Εκτός όμως της σχεδιαστικής βοήθειας που παρέχουν οι παρίσαλοι στη ναυπήγηση ενός υπόψη σκάφους, στη πράξη κάποιοι απ΄ αυτούς ταυτίζονται με τα οριζόντια επίπεδα εκείνα της ασφαλούς πλήρους φόρτωσης του πλοίου, ανάλογα με το είδος του φορτίου, την εποχή, αλλά και το είδος του νερού (θαλάσσιο, ποταμού ή λίμνης) που προτίθεται αυτό να εκτελεί πλόες, λαμβάνοντας ανάλογες ονομασίες ισάλου.
Βύθισμα
Το βύθισμα ενός πλοίου είναι η απόσταση της εμφόρτου ισάλου γραμμής (η γραμμή όπου το πλοίο αγγίζει το νερό) από τη βασική γραμμή. Λέγεται αλλιώς έμφορτο ή μέσο βύθισμα. Μαζί με το μήκος και το πλάτος αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά ενός πλοίου που χρησιμεύουν για να διαπιστώσει κανείς αν ένα πλοίο μπορεί να προσεγγίσει σε κάποιο λιμάνι ή να διέλθει κάποιο αμφίγειο, (δίαυλο, διώρυγα ή στενά).
Το βύθισμα ενός εμπορικού πλοίου διακρίνεται γενικά σε έμφορτο (πλήρους φόρτου), έρματος ή άφορτο (κενό φορτίου), και ειδικότερα σε πρωραίο, πρυμναίο και μέσο βύθισμα, εκ των οποίων και προσδιορίζεται η συγκεκριμένη διαγωγή πλοίου ή ζυγοστάθμιση πλοίου.