Σε ακολουθία της πρότασης του Δ’ Τμήμα του ΣτΕ προ έτους, αντισυνταγματικές φαίνεται ότι έχουν κριθεί από την πιστή στο παραδοσιακά συντηρητικό της, ενίοτε και υπέσυντηρητικό – πνεύμα Ολομέλεια του Δικαστηρίου οι διατάξεις του Νόμου Ραγκούση που αφορούν στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις νομαρχιακές και δημοτικές εκλογές εκτός από Έλληνες πολίτες και σε αλλοδαπούς, υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις.
Το σκεπτικό της απόφασης:
«Μόνο μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό είχε πραγματοποιηθεί αθρόα πολιτογράφηση αλλοδαπών (χορήγηση ιθαγένειας) χωρίς εξατομικευμένη κρίση, αλλά βάση γενικών αρχών που προσδιορίστηκαν με νόμο».
Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ με αυτή την ιστορική αναδρομή – απάντηση στους εμπνευστές του νόμου Ραγκούση αλλά και με πληθώρα νομικών επιχειρημάτων για την νομιμότητα του συγκεκριμένου νομοθετήματος, είχε κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο 3838/2010.
Τα μέλη του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ εξετάζοντας το νομοθετικό πλαίσιο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ -βάση του οποίου ιθαγενοποιήθηκαν χιλιάδες αλλοδαποί -υπό το «πρίσμα» του Συντάγματος, έκριναν ότι τα άρθρα 1Α και 24 του Ν. 3838/2010 είναι αντίθετα σε πλειάδα άρθρων του Συντάγματος. Και αυτό γιατί, δεν προβλέπεται από αυτά «διαδικασία για τη διαπίστωση από τα διοικητικά όργανα, της συνδρομής in concreto της ουσιαστικής προϋποθέσεις γνησίου δεσμού των αλλοδαπών προς το ελληνικό έθνος, ενώ και τιθέμενη τυπική προϋπόθεση της «νόμιμης διαμονής» έχει αναιρεθεί κατά το απώτερο και πρόσφατο παρελθόν» με νομοθετικές διατάξεις (π.χ. Ν.3536/2007, κ.λπ.), «ούτως ώστε να καθίσταται αδύνατη η διάγνωση της συνδρομής έστω και αυτής της προϋποθέσεως».
Με απλά λόγια το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ αποφαίνεται ότι η χορήγηση ιθαγένειας σε αλλοδαπούς που διαμένουν στη χώρα μας έγινε αθρόα χωρίς να κριθούν συγκεκριμένες και εξατομικευμένες προϋποθέσεις, οι οποίες προσδιορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους που για να διαφυλάξουν την εθνική ομοιογένεια του κράτους αναφέρονται, μεταξύ των άλλων και στο σταθερό κριτήριο του «δικαίου του αίματος» (jus sanguinis), δηλαδή την καταγωγή από έλληνες γονείς».
Πέρα όμως από τα ζητήματα της αντισυνταγματικότητας τα μέλη του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ είχε κάνει στην απόφαση που εξέδωσαν και μια ιστορική αναδρομή που ξεκινάει από τα χρόνια της απελευθέρωσης της χώρας από την οθωμανική κυριαρχία και φτάνει μέχρι την κατάρρευση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης και τη διάλυση της Ενώσεως των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ).
«Αθρόα πολιτογράφηση, δηλαδή απονομή της ελληνικής ιθαγένειας από ομάδες αλλοδαπών χωρίς εξατομικευμένη κρίση αλλά ευθέως βάση γενικών διατάξεων ουσιαστικού νόμου, το ελληνικό δίκαιο εγνώρισε μόνο κατά τις περιόδους ανακατατάξεων του νέου εθνικού κράτους που προέκυψε με τη σταδιακή απελευθέρωση της χώρας από την οθωμανική κυριαρχία και τις προσθήκες νέων εδαφών με διεθνείς συνθήκες», αναφέρει στην απόφασή του το ΣτΕ για να επισημάνει ότι μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ για να αντιμετωπιστεί η μαζική εισροή μεταναστών στην Ελλάδα καταρτίστηκαν νόμοι που έθεταν συγκεκριμένα κριτήρια για τη διαμονή και την εργασία αλλοδαπών στη χώρα.
Πλην όμως τα κριτήρια αυτά- σύμφωνα με την απόφαση- «παραβιάστηκαν στην πράξη λόγω της παράνομης εισόδου μαζικών μεταναστευτικών ρευμάτων, και είχε ως περαιτέρω συνέπεια την θέσπιση αλλεπάλληλων διατάξεων, οι οποίες «νομιμοποιούσαν» την παράνομη είσοδο, διαμονή και εργασία των αλλοδαπών».