beaver_engΗ θαλασσινή παράδοση της Ελλάδας, από αρχαιοτάτους χρόνους, είναι ένα γεγονός που διατυπώνεται, τόσο μέσα από τις σελίδες των ιστορικών της, όσο και από τα ευρήματα που έχουν βρεθεί και εκτίθενται σε πολλά Ναυτικά Μουσεία της χώρας μας.Η ιστιοπλοΐα λοιπόν, λογικό ήταν να αποτελεί ένα άθλημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την Ελλάδα, από παλαιοτάτων χρόνων.

 

 

canowieΣήμερα δε, είναι ένα από τα δημοφιλέστερα αθλήματα και χιλιάδες Έλληνες ασκούνται συστηματικά σε όλους τους τύπους ιστιοπλοϊκών σκαφών. Εκτός από απλούς αθλητές, έχουμε και πρωταθλητές, καθώς και παγκόσμιες διακρίσεις που μας κάνουν περήφανους!

Ας γυρίσουμε όμως τον χρόνο πίσω, στην αρχαιότητα, όπου η ιστιοπλοΐα, χρησιμοποιούταν ουσιαστικά ως μέσο μεταφοράς. Ωστόσο, σε κάποιες αναφορές γίνεται λόγος και για αγώνες ιστιοπλοΐας. Για παράδειγμα, ο ιστορικός Παυσανίας αναφέρει στα «Κορινθιακά», ότι κατά τον 2ον π.Χ. αιώνα στην Ερμιόνη, στο ναό της Αφροδίτης,
γίνονταν κολυμβητικοί και ιστιοπλοϊκοί αγώνες, προς τιμή του Διονύσου Μελαναίγιδος. 
Παγκοσμίως, η ιστιοπλοΐα σαν αγώνισμα, έχει τις απαρχές της περίπου στα μέσα του 17ου αιώνα. Συγκεκριμένα, η εμφάνιση του αθλήματος έγινε την εποχή εκείνη στην Ολλανδία, αλλά άρχισε να αναπτύσσεται πολύ στην Αγγλία. Μάλιστα την διάδοση στην Αγγλία πραγματοποίησε ο βασιλιάς Κάρολος ο δεύτερος, που όταν ήταν εξόριστος στην Ολλανδία, ήρθε σε επαφή με το άθλημα και το λάτρεψε.

Έτσι, με την επιστροφή στην πατρίδα του το διέδωσε και σταδιακά άρχισε να «απλώνεται» στον κόσμο, με την ονομασία γιότινγκ (yachting)

Παρθενική εμφάνιση σε Ολυμπιακούς Αγώνες έκανε η ιστιοπλοΐα, το 1900 στο Παρίσι, αποσπώντας αρνητικά σχόλια. Παρόλα αυτά, επανήλθε το 1908, όπου αντιστράφηκε το κλίμα και από τότε βρίσκεται ανελλιπώς στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων.

Στους πρώιμους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι αγώνες ιστιοπλοΐας πραγματοποιούνταν κυρίως με μεγάλα σκάφη, των οποίων τα πληρώματα έφταναν μέχρι και τα 12 άτομα, ενώ οι νικητές κρίνονταν ανάλογα με τους βαθμούς ποινής. Μετά το 1924, επικράτησε η τάση να διεξάγονται αγώνες με ολοένα και μικρότερα σκάφη και όπως ήταν φυσικό και με μικρότερα πληρώματα.

Την τελευταία 20ετία, οι δοκιμές στους εξοπλισμούς έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων σκαφών, στα οποία αντανακλώνται οι 09_betty_schock_608εξελίξεις του αθλητισμού.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι γυναίκες επιτρεπόταν να συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες με τους άντρες, αλλά μόλις το 1988, δημιουργήθηκαν ξεχωριστά αγωνίσματα ιστιοπλοΐας, μόνο για γυναίκες.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, μόνο ένα αγώνισμα (Yngling), είχε πλήρωμα τριών ατόμων, ενώ πέντε αγωνίσματα είχαν πλήρωμα ένα μόνο άτομο.

 

Αναφορά στην ελληνική Τριήρης

Προαναφέραμε, ότι η Ελλάδα είχε από την αρχαιότητα πλούσια ιστορία στη θάλασσα. Τώρα ήρθε η ώρα να κάνουμε μια αναφορά, στο πιο σπουδαίο σκάφος της αρχαιότητας, που πρωταγωνίστησε και σε πολλές σημαντικές μάχες.

Ο λόγος, για την Τριήρη, που ήταν ένα ταχύτατο πολεμικό πλοίο, του οποίου ο τύπος εξελίχθηκε στον αρχαίο ελλαδικό χώρο (αρχικά στην Κόρινθο, σύμφωνα με την παράδοση) από τη διήρη. Η διήρης κυριαρχούσε στις ελληνικές αποικίες της Μ. Ασίας, στην Κύπρο και τη Φοινίκη. Χαρακτηρίστηκε, από τη γενικευμένη χρήση της, ως μεσογειακή τεχνολογία της εποχής με τρεις σειρές κωπηλατών, που στον ελληνικό χώρο κατανέμονταν σε ισάριθμα καταστρώματα (τρίκροτες τριήρεις).

TriremeΗ τριήρης ήταν πλοίο μακρόστενο, ταχύ, χαμηλό, με ρηχή καρίνα και γενικά σχετικά ελαφριά και απλή συνολική κατασκευή.

Το μήκος του κυμαινόταν, από 33 έως 43 μέτρα, το πλάτος του 3,5-4,4 μέτρα, το ύψος του 2,1-2,5 μέτρα πάνω από την ίσαλο γραμμή και το βύθισμά του 0,9-1 μέτρα.

Η μέγιστη ταχύτητα του έφτανε περίπου τους 8 κόμβους μόνο με τα κουπιά και τους 10 με χρήση και του ιστίου. Μπορούσε να καλύψει απόσταση 100 χιλιόμετρων ημερησίως χρησιμεύοντας τόσο ως εμπορικό, όσο και ως πολεμικό σκάφος, όπως και τελικά καθιερώθηκε.
Στο μπροστινό μέρος του πλοίου υπήρχε τοποθετημένο ένα έμβολο υπενδεδυμένο με ορείχαλκο, το οποίο χρησιμοποιούταν και για εμβολισμό ενάντιων πλοίων σε ναυμαχίες, όποτε αυτό θεωρούνταν εφικτό, αλλά και για την προστασία του πλοίου κατά την προσάραξη σε ρηχά νερά, όταν χρειάζονταν να γίνει εκτός λιμένων ή ναυστάθμων με νεώρια.